αμφινέμομαι

αμφινέμομαι
ἀμφινέμομαι (Α)
1. κατοικώ γύρω από κάποιον ή κάπου
2. περιβάλλω, περιστοιχίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφινέμεσθε — ἀμφινέμομαι dwell round pres imperat mp 2nd pl ἀμφινέμομαι dwell round pres ind mp 2nd pl ἀμφινέμομαι dwell round imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφινεμόμενον — ἀμφινέμομαι dwell round pres part mp masc acc sg ἀμφινέμομαι dwell round pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφενέμοντο — ἀμφινέμομαι dwell round imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφινεμομένου — ἀμφινέμομαι dwell round pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφινέμεσθαι — ἀμφινέμομαι dwell round pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφινέμεται — ἀμφινέμομαι dwell round pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφινέμονται — ἀμφινέμομαι dwell round pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφινέμωνται — ἀμφινέμομαι dwell round pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”